- χουνί
- το, Ν(δ. αν.) βλ. χωνί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χουνί — το βλ. χωνί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
χωνί — το / χωνίον, ΝΜΑ, και χουνί Ν, και χωνεῑον Α [χώνη] υποκορ. μικρή χοάνη για μετάγγιση υγρών νεοελλ. 1. καθετί που έχει το σχήμα τού παραπάνω αντικειμένου 2. κοίλο αντικείμενο σε σχήμα κώνου με στενό στόμιο που χρησιμεύει ως τηλεβόας 3. (στον… … Dictionary of Greek
hunie — HÚNIE s. v. pâlnie. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime húnie s.f. (reg.) 1. vas de lemn cu ţâţa în fund, ca o pâlnie mare, în care se toarnă mustul pentru a se scurge în butoi. 2. unealtă de dogar; leică. 3. loc priporos, accidentat … Dicționar Român
АВАРЫ — [греч. ̀ρδβλθυοτεΑβαροι, древнерус. ], союз кочевых племен, вероятно монголо тюрк. происхождения. История А. до сер. VI в. практически неизвестна; отдельные сведения об их предках (в частности, о среднеазиат. жужанях) встречаются в кит. хрониках … Православная энциклопедия